Όσο απαισιόδοξη και να είμαι, αν και εγώ την απαισιοδοξία αυτή την αποκαλώ ρεαλισμό, πολλές φορές ονειρεύτηκα το πώς θα ήθελα να ήταν η ζωή μου. Μη φανταστείτε ότι προσδοκούσα μέσα από τα όνειρά μου ακραία πράγματα. Ήθελα να έχω δίπλα μου κάποιους ανθρώπους που να αξίζουν πραγματικά, όχι πολλούς δύο τρεις μου φτάνουν και μου περισσεύουν αρκεί να ξέρουν να δίνουν αλλά κυρίως να παίρνουν (ναι, τελικά είναι κι αυτό υπερβολικά δύσκολο για πάρα πολλούς ανθρώπους). Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους ήθελα και κάποιον που να τον βλέπω κάποια πρωινά μόλις ανοίξω τα μάτια μου… Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε να ανοίξω την πόρτα του πύργου μου, κι όπως μου είχαν πει πριν χρόνια, «για να μπει κάποιος στην καρδιά σου, πρέπει πρώτα να την ανοίξεις». Δεν λέω, σωστή η σκέψη αλλά, άκρως επικίνδυνη ενέργεια.
Δύσκολοι καιροί για τέτοια ανοίγματα. Ρημάδι μέσα ο πύργος. Τι φίλοι μπήκαν, τι στενοί συγγενείς, άνδρες, γυναίκες… ο καθένας άφησε κι από ένα βουναλάκι με συντρίμμια κι έφυγε χωρίς να κλείσει καν την πόρτα. Κι άντε τώρα εγώ να μαζέψω και να πετάξω έξω όλα αυτά τα χαλάσματα… Αδύνατον, δύσκολο αλλά είναι ανάγκη να βρω μια λύση.
Μετά από ατέλειωτες ώρες… μέρες σκέψης, ήρθε στο μυαλό μου μια προηγούμενη χρονική περίοδος της ζωής μου που τη θεωρώ από τις καλύτερες.
Ήταν λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό που αποκαλούσαν την Ολοκληρωμένη Συνάρτηση «Φρικιό». Μονίμως χωμένη μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή, ανάμεσα σε στοίβες από εγχειρίδια προγραμμάτων, πολυσέλιδες εκτυπώσεις από σημειώσεις σεμιναρίων. Τρελό διάβασμα, πότε απ’ το χαρτί, πότε απ’ την οθόνη. Μια διαρκής προσπάθεια για γνώση, για μάθηση. Δημιουργία και διάβασμα, όχι για κανέναν άλλο λόγο μα για να γίνει η Συνάρτηση ακόμα πιο Ολοκληρωμένη. Εγκεφαλικά κύτταρα στο peak της λειτουργίας τους, κι ευτυχώς το αποτέλεσμα τέτοιο που να με κάνει υπερήφανη για ό,τι έχω καταφέρει να μάθω, να φτιάξω, να δημιουργήσω! Όλα αυτά πάντα με τη συνοδεία κλασσικής μουσικής και στο τσακίρ κέφι μόνο Μάνος Χατζιδάκις, οτιδήποτε άλλο δεν ταίριαζε στην προσωπικότητά μου. Τότε, όσο και να φανεί παράξενο, έβγαινα! Ναι, κάθε τρεις και λίγο φορούσα τα καλά μου, έπαιρνα τη μοναξιά και την αφεντιά μου και πότε στο Μέγαρο Μουσικής, πότε στη Λυρική κατάφερα να μαζέψω αρκετό υλικό για την ανάπτυξη του πνευματικού μου επιπέδου. Πού και πού, άνοιγα και κανένα σωληνάριο λαδομπογιάς δίνοντας χρώμα στον καμβά και στη ζωή μου γενικότερα. Μ’ άρεσε να μυρίζει το σπίτι νέφτι, καθώς είναι μια μυρωδιά που την έχω ταυτίσει απόλυτα με την τέχνη.
Τότε, δεν λαχταρούσα ν’ ακούσω κανενός την «καλημέρα», δεν σπαρταρούσε η καρδιά μου κάνοντας μια ευχή να είναι η… ο… κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο. Ήμουν εγώ, ο υπολογιστής, τα βιβλία και οι σημειώσεις μου, ο Bach και ο Mozart, ο καμβάς και τα πινέλα μου, τα εισιτήρια για το Μέγαρο μουσικής… ό,τι μπορούσα να δημιουργήσω.
Πάμε πάλι λοιπόν εκεί, ήμουν καλά τότε, ένοιωθα ολοκληρωμένη, μ’ άρεσα!
Τι το ήθελα κι άλλαξα;