Θέλω νὰ φύγω πιὰ ἀπὸ δῶ, θέλω νὰ φύγω πέρα,
σὲ κάποιο τόπο ἀγνώριστο καὶ νέο,
θέλω νὰ γίνω μία χρυσὴ σκόνη μὲς στὸν αἰθέρα,
ἁπλὸ στοιχεῖο, ἐλεύθερο, γενναῖο.
Σὰν ὄνειρο νὰ φαίνονται ἁπαλὸ καὶ νὰ μιλοῦνε
ἕως τὴν ψυχὴ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου,
ὡραῖα νά ῾ναι τὰ πρόσωπα καὶ νὰ χαμογελοῦνε,
ὡραῖος ἀκόμη ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μου.
Σκοτάδι τόσο ἐκεῖ μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει, θεέ μου,
στὴ νύχτα, στὴν ἀπόγνωση τῶν τόπων,
στὸ φοβερὸ στερέωμα, στὴν ὠρυγὴ τοῦ ἀνέμου,
στὰ βλέμματα, στὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων.
Νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτε, τίποτε πιά, μὰ λίγη
χαρὰ καὶ ἱκανοποίησις νὰ μένει,
κι ὅλοι νὰ λένε τάχα πὼς ἔχουν γιὰ πάντα φύγει,
ὅλοι πὼς εἶναι τάχα πεθαμένοι.
Κ.Γ. Καρυωτάκης - Ελεγεία και Σάτιρες